- προφύλακας
- πρόφυλαξadvanced guardmasc acc plπροφύλαξmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προφυλακάς — προφυλακά̱ς , προφυλακή guard in front fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφύλαξ — ακος, ὁ, ἡ, ΝΑ [φύλαξ, ακος] 1. στρατιώτης μονάδας προφυλακής (α. «θανατώνουν... τρεις προφύλακας», Ζαλοκ. β. «ἠρώτησε τοὺς προφύλακας», Ξεν.) αρχ. 1. αξιωματικός φρουράς 2. προσωνυμία τού Απόλλωνος («προφύλαξ Ἀπόλλων», επιγρ.) 3. στον πληθ. οἱ… … Dictionary of Greek
καθιστώ — (AM καθίστημι, Α και καθιστάνω και καθιστῶ, άω) 1. ορίζω, διορίζω, τοποθετώ (α. «μέ κατέστησε υπεύθυνο για όσα συμβούν» β. «τόν κατέστησε κληρονόμο του» γ. «κατέστησε τύραννον εἶναι παῑδα τὸν ἑωυτοῡ», Ηρόδ.) 2. κάνω κάποιον να γίνει κάτι, να… … Dictionary of Greek
προφυλακή — Νησί στη νότια πλευρά της Λέσβου και NΔ του ακρωτηρίου Αγρελιός. Το νησί βρίσκεται στα αριστερά εκείνου που προσπλέει από τα N τον κόλπο της Γέρας. * * * η, ΝΜΑ [φυλακή] εμπροσθοφυλακή, στρατιωτική δύναμη η οποία αποσπάται από τον κύριο όγκο τού… … Dictionary of Greek